ItalianoGreco


cordóne  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [korˈdone]

1 σειρά αμμόλοφων
2 κορδονέτο
3 γαὶτάνι
4 προσάμμωση
5 κορδόνι
6 σιρίτι
7 περίζωμα (αρχιτεκτονική)
8 κάβος πλοίου
9 κορδέλα
10 αμμώδης όχθη
11 ισχυρό σκοινί ενεργοποίησης κανονιού
12 ακριανή πέτρα πεζοδρομίου
13 κορδόνι στολής

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---