compiacènza
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [kompjaˈʧɛntsa]
1 ικανοποίηση
2 τέρψη
3 ευαρέσκεια
4 ευχαρίστηση
5 ηδονή
6 καλοκάρδισμα
7 αγαλλίαση
8 απόλαυση
9 προσήνεια
10 ευπροσηγορία
11 φιλικότητα
12 προθυμία
13 μειλιχιότητα
14 υποχρεωτικότητα
15 καλοσύνη
16 καταδεκτικότητα
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [kompjaˈʧɛntsa]
1 ικανοποίηση
2 τέρψη
3 ευαρέσκεια
4 ευχαρίστηση
5 ηδονή
6 καλοκάρδισμα
7 αγαλλίαση
8 απόλαυση
9 προσήνεια
10 ευπροσηγορία
11 φιλικότητα
12 προθυμία
13 μειλιχιότητα
14 υποχρεωτικότητα
15 καλοσύνη
16 καταδεκτικότητα
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
compiacenza (s. femm.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android