ItalianoGreco


colàta  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [koˈlata]

1 κοίτη λάβας
2 έγχυση
3 χύσιμο
4 χύσιμο μετάλλου σε καλούπι
5 ποσότητα μετάλλου που χύνεται σε καλούπι
6 λιώσιμο
7 διαρροή
8 άντληση
9 ρύση
10 ροή
11 τράβηγμα υγρού
12 αφαίρεση σωματικού υγρού

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---