Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocediménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ʧediˈmento] 1 χαλάρωση 2 βύθιση 3 βούλιαγμα 4 καθίζηση 5 καταβύθιση 6 υποχώρηση 7 παράδοση 8 τακτοποίηση 9 συγκατάβαση 10 διακανονισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |