Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocassóne
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [kasˈsone] 1 υδατοστεγές περίβλημα 2 αεροστεγής θάλαμος 3 υδατοστεγή τμήματα πλοίου 4 σώμα 5 ντεπόζιτο 6 κασόνι 7 μεγάλη θήκη 8 κασόνα 9 κιβώτιο πυρομαχικών 10 κιβώτιο αποθήκευσης αλευριού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |