ItalianoGreco


caricatóre  
aggettivo e sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [karikaˈtore]

1 αποστολέας αγαθών
2 μεταφορέας εμπορευμάτων
3 φορτωτήρας
4 φορτωτής
5 γεμιστήρας με σφαίρες
6 συσκευή ή διάταξη γεμίσματος
7 ναυλωτής
8 θήκη σλάιντς
9 κασέτα φιλμ
10 πυριτιδαποθήκη
11 αποθηκευμένα υλικά

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---