Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocàrdine
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈkardine] 1 στροφέας 2 εύκαμπτος σύνδεσμος 3 κύλινδρος περιστροφής 4 άξονας ή πείρος περιστροφής 5 υποστήριγμα 6 θεμέλιο 7 μεντεσές 8 θεμέλιος λίθος 9 πείρος στήριξης άξονα 10 γωνιόλιθος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |