Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocarcàssa
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [karˈkassa] 1 σώμα 2 πτώμα 3 παλιό κόκαλο (γέρος) 4 θήκη 5 περίβλημα 6 κάσα πόρτας 7 σκελετός 8 σκαρί 9 χούφταλο 10 πλαίσιο λάστιχου αυτοκινήτου 11 πλαίσιο εργασίας 12 σαράβαλο 13 σακαράκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |