Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocapovèrso
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [kapoˈvɛrso] 1 εισαγωγή κενού διαστήματος 2 παραγραφοποίηση 3 οδόντωση (παραγράφου) 4 αρχή παραγράφου 5 αρχή γραμμής 6 παράγραφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |