Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocapòccia
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [kaˈpɔtʧa] 1 αρχηγός σπείρας 2 επιβλέπων 3 επιστάτης 4 επόπτης 5 επιτηρητής 6 κεφάλι (σε ιταλική διάλεκτο) 7 εργοδηγός 8 αγρότης 9 αρχηγός αγροτικής οικογένειας 10 επικεφαλής 11 ηγέτης 12 πάτερ φαμίλιας 13 πατριάρχης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |