Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocantilèna
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [kantiˈlɛna] 1 λιανοτράγουδο 2 φωνή μονότονη 3 νανούρισμα 4 αμανές 5 ανιαρός και μακρύς λόγος 6 εύκολος και αυθόρμητος σκοπός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |