Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocàndido
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈkandido] 1 αθώος 2 άψογος 3 πάλλευκος 4 αφελής 5 αδιάβλητος 6 ανεπίληπτος 7 άμωμος 8 άσπιλος 9 χιονόλευκος 10 λευκός 11 κάτασπρος 12 χιονάτος 13 ολόασπρος 14 ολόλευκος 15 κατάλευκος 16 κρινόλευκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |