Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocancellerésco
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [kanʧelleˈresko] 1 εκφρασμένος με την ειδική γλώσσα των νομικών 2 εκφρασμένος στη γλώσσα της γραφειοκρατίας 3 γραφειοκρατικός 4 νομικίστικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |