Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocanalizzàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [kanalidˈdzare] 1 δίνω διεξόδους 2 πλέω σε κανάλια που θέλω 3 διοχετεύω 4 κατευθύνω εκεί που θέλω 5 δημιουργώ σύστημα καναλιών 6 δημιουργώ νέα κανάλια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |