Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocalzàre
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [kalˈtsare] 1 σφιχτή μπότα μέχρι το γόνατο 2 μπότα calzàre verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [kalˈtsare] 1 αρμόζω 2 ταιριάζω 3 είμαι κατάλληλος calzàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [kalˈtsare] 1 βάζω σφήνα (για να μην κυλήσει κάτι) 2 εφοδιάζω με παπούτσια 3 δοκιμάζω 4 παπουτσώνω 5 υποδένω 6 είμαι ο τσαγκάρης κάποιου 7 βοηθώ 8 φορώ 9 προβάρω 10 βάζω 11 βοηθώ στο προβάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |