Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocalòtta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [kaˈlɔtta] 1 κορυφές δέντρων δάσους 2 υφασμάτινο κάλυμμα 3 κορόνα 4 καπέλο 5 καπάκι 6 τέντα σκιάς 7 καπελάκι καθολικών 8 κάλυμμα 9 σκούφος 10 μεταλλικό περίβλημα ρολογιού 11 καπελάκι χωρίς γείσο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |