Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocàlibro
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈkalibro] 1 διαστάσεις 2 όργανο μέτρησης 3 καλίμπρα 4 απόσταση μεταξύ σιδηροτροχιών 5 διάταξη βαθμονόμησης 6 μέγεθος 7 αξία 8 ολκή 9 διαμέτρημα 10 μετρητής μηχανικών διαστάσεων 11 εσωτερική διάμετρος σωλήνα 12 ικανότητα 13 μετρητής μηχανικών διαστάσεων 14 εργαλείο βαθμονόμησης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |