Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianocalàta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [kaˈlata] 1 κλίση 2 κατεβασιά 3 πτώση 4 τονισμός μουσικός 5 πέσιμο 6 εισβολή 7 κατηφόρα 8 επίθεση 9 επιδρομή 10 κατέβασμα 11 μόλος 12 κυματοθραύστης 13 προκυμαία 14 ρυθμική πτώση 15 μουράγιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |