Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobuffetterìa
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [buffetteˈria] 1 σκευή στρατιώτη εκτός από τον οπλισμό 2 υπηρεσία εξυπηρέτησης μπουφέ 3 εξάρτυση 4 ατομικά είδη στρατιώτη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |