Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobrillantàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [brillanˈtare] 1 δίνω νέα όψη 2 στιλβώνω 3 παγώνω 4 βάζω στον πάγο 5 δίνω (σε δέρμα) γυαλιστερή όψη 6 κόβω (έδρες διαμαντιού) 7 λουστράρω 8 γυαλίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |