Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoborióso
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [boˈrjoso], [boˈrjozo] 1 ματαιόδοξος 2 ξιπασμένος 3 υπερφίαλος 4 εγωιστής 5 ξεπαρμένος 6 αλαζόνας 7 κομπαστής 8 μεγαλόφρων 9 ψωροπερήφανος 10 ψηλομύτης 11 ακατάδεκτος 12 καυχησιάρης 13 υπερόπτης 14 επηρμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |