Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobòrchia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈbɔrkja] 1 πρόκα με μεγάλο κεφάλι 2 πείρος με τρύπα σε κεφάλι 3 βίδα με μεγάλο κεφάλι 4 σημείο στήριξης τροχού 5 πινέζα 6 κουμπί χειρισμού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |