Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobonìfica
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [boˈnifika] 1 καθαρισμός από νάρκες 2 ανάκτηση ηθικού 3 ανάκτηση (εδάφους) 4 αποξήρανση (λίμνης) για απόδοση σε καλλιέργειες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |