Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobòlide
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈbɔlide] 1 τετράπαχος και δυσκίνητος (ειρωνικά) 2 μπάλα φωτιάς 3 διάττοντας αστέρας 4 μετεωρίτης 5 βολίδα 6 γρήγορο αυτοκίνητο 7 αυτοκίνητο αγώνων ταχύτητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |