Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobellicóso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [belliˈkoso], [belliˈkozo] 1 ετοιμοπόλεμος 2 απειλητικός εμπειροπόλεμος 3 επιθετικός 4 διαφωνών 5 επιθετικός αντιρρησίας 6 πολεμοχαρής 7 πολεμικός 8 φιλοπόλεμος 9 αρειμάνιος 10 εχθρικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |