Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobeghìna
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [beˈgina] 1 αφοσιωμένη στη θρησκεία (και ιδίως στους τύπους της) 2 θρησκόληπτη 3 φανατική οπαδός θρησκόληπτη 4 θρησκομανής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |