Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobattifiàcca
sostantivo maschile e femminile Pronuncia I.P.A.: [battiˈfjakka] 1 τεμπελχανάς 2 κοπρόσκυλο 3 τεμπελόσκυλο 4 τεμπέλης 5 τεμπέλαρος 6 λιποτάκτης εν καιρώ πολέμου 7 κοπανατζής 8 λουφαδόρος 9 κοπρίτης 10 αρχιτεμπέλης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |