Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobattènte
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [batˈtɛnte] 1 ρόπτρο 2 σφυρί 3 ανυψωμένη εξέδρα σε κατάστρωμα 4 σήμαντρο 5 παραθυρόφυλλο 6 παντζούρι 7 σανίδι battènte aggettivo Pronuncia I.P.A.: [batˈtɛnte] 1 επικεφαλής 2 ορμητικός 3 αυτός που υπερέχει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |