Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobasìsta
sostantivo maschile e femminile Pronuncia I.P.A.: [baˈzista] 1 κάποιος που μαζεύει πληροφορίες για να διαπράξει έγκλημα 2 αυτός που υποστηρίζει φανατικά κάποιες αρχές 3 φονταμενταλιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |