Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobasaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [bazaˈmento] 1 υπόβαθρο 2 σκελετός ή πλάκα στήριξης 3 βάση της μηχανής (οχήματος) 4 στροφαλοθάλαμος 5 βάση 6 θεμέλιος λίθος 7 θεμελίωση 8 θεμέλιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |