Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianobambàgia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [bamˈbaʤa] 1 υπολείμματα επεξεργασίας (εκκοκκισμού) βαμβακιού 2 βαμβακόπιτα 3 ινώδες υλικό για παραγέμισμα 4 ακατέργαστο βαμβάκι 5 μπαμπάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |