Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoavànzo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [aˈvantso] 1 λείψανο 2 θρύμμα 3 θρύψαλο 4 ξακρίδι 5 περίσσευμα 6 πλεόνασμα 7 υπόλειμμα 8 απομεινάρι 9 κατάλοιπο 10 υπόλοιπο 11 ερείπιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |