Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoattòrcere
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [atˈtɔrʧere] 1 αλλάζω κατεύθυνση 2 κουλουριάζω 3 στρέφω κάτι ολόγυρα 4 περιστρέφω 5 διαστρεβλώνω 6 συστρέφω 7 στρίβω 8 διαστρέφω 9 στριφογυρίζω attorcersi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [atˈtɔrʧersi] 1 διαστρέφω 2 διαστρεβλώνω 3 στριφογυρίζω 4 στρίβω 5 συστρέφω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |