Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoatticciàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [attitˈʧato] 1 μεγαλόσωμος 2 στερεός συμπαγής και χοντρός 3 ισχυρά και βαριά χτισμένος 4 χοντροδέματος 5 ογκώδης σε κατασκευή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |