Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoattenuàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [attenuˈare] 1 ελαφρύνω 2 κατεβάζω τους τόνους 3 εξασθενίζω 4 αμβλύνω 5 αποδυναμώνω 6 ευκολύνω 7 μαλακώνω 8 μετριάζω 9 ελαττώνω 10 χαμηλώνω 11 απαλύνω 12 χαλαρώνω attenuàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [attenuˈarsi] 1 ξεθωριάζω 2 μειώνομαι 3 εξαφανίζομαι βαθμηδόν 4 αδυνατίζω 5 κατεβάζω τους τόνους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |