Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoastrusità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [astruziˈta] 1 ασάφεια 2 αινιγματικότητα 3 ασαφής ιδέα 4 ασαφές επιχείρημα 5 σκότος 6 αοριστολογία 7 θαμπάδα 8 γενικότητα 9 θολούρα 10 ακαταληψία 11 σκοτεινότητα 12 αμυδρότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |