Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoassegnazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [asseɲɲatˈtsjone] 1 ανατεθέν έργο 2 κατανομή 3 εντολή 4 αποστολή 5 διανομή 6 εκχώρηση 7 μεταβιβαζόμενη περιουσία 8 μεταβίβαση με συμβόλαιο 9 παραχώρηση 10 απονομή 11 βραβείο 12 δωρεά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |