Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoarcìgno
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [arˈʧiɲɲo] 1 σκυθρωπός 2 σκαιός 3 κατσούφης 4 αυστηρός 5 βλοσυρός 6 τραχύς 7 απότομος 8 αυταρχικός 9 δύστροπος 10 απειλητικός στην εμφάνιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |