Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoappariscènte
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [appariʃˈʃɛnte] 1 επιδεικτικός 2 εντυπωσιακός 3 ντυμένος με ζωηρά χρώματα 4 επιφανής 5 ευπρεπής 6 λουσάτος 7 στολισμένος επιδεικτικά 8 φιγουράτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |