Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoanticàglia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [antiˈkaʎʎa] 1 παλιατσαρία 2 σκαρταδούρα 3 σύνολο παλιών πραγμάτων 4 απαρχαιωμένος άνθρωπος 5 ίχνος παλιάς συνήθειας ή μόδας 6 αντίκα 7 ερείπιο 8 σαβούρα 9 αναχρονισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |