Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoandàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [anˈdato] 1 που έχει φάει τα ψωμιά του 2 καταδικασμένος 3 κατεστραμμένος 4 φαγωμένος 5 φθαρμένος 6 περασμένος 7 παρωχημένος 8 αλλοτινός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |