Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaltofórno
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [,altoˈforno] 1 υψικάμινος 2 καμίνι με αέρα υπό πίεση 3 φούρνος με αέρα υπό πίεση 4 φούρνος με μεγάλες θερμοκρασίες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |