Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoallestiménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [allestiˈmento] 1 εξοπλισμός 2 εξάρτιση 3 σύνολο εφοδίων 4 αρμάτωμα 5 εφοπλισμός 6 προετοιμασία 7 εφοδιασμός με ξάρτια 8 υλικά εξοπλισμού 9 κουρτίνες παραθύρου 10 άρμενα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |