Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoalbergàre
verbo transitivo e intransitivo Pronuncia I.P.A.: [alberˈgare] 1 διαμένω 2 φιλοξενώ 3 καταλύω 4 καταυλίζομαι 5 διαμένω 6 βρίσκω καταφύγιο σαν σε λιμάνι 7 κατοικώ 8 παρέχω άσυλο ή καταφύγιο 9 παρέχω κατάλυμα 10 μένω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |