Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaffioràre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [affjoˈrare] 1 αναφύομαι 2 εμφανίζομαι 3 φαίνομαι 4 εμφανίζομαι στο προσκήνιο 5 αναφαίνομαι 6 αναδύομαι 7 έρχομαι από την αφάνεια 8 αναδύομαι στην επιφάνεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |