Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaffaticàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [affatiˈkare] 1 μοχθώ 2 κοπιάζω 3 ξεγοφιάζω 4 κουράζω 5 βγάζω το λάδι 6 καταπονώ 7 εξαντλώ affaticàrsi v. pronominale transitivo e intransitivo Pronuncia I.P.A.: [affatiˈkarsi] 1 κοπιάζω 2 καταπονούμαι 3 μπαφιάζω 4 ξεγοφιάζομαι 5 ξεβιδώνομαι 6 εξαντλούμαι 7 κοψομεσιάζομαι 8 κουράζομαι 9 παρακουράζομαι 10 αποκάνω 11 απαυδίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |