Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaffànno
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [afˈfanno] 1 λαχάνιασμα 2 δύσπνοια 3 άσθμα 4 πνευστίαση 5 ξεφύσημα 6 αγκομαχητό 7 αδημονία 8 ανησυχία 9 κομμένη ανάσα 10 ενόχληση 11 σκοτούρα 12 νευρικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |