Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaderìre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [adeˈrire] 1 πρόσκειμαι 2 συμφωνώ 3 προσχωρώ 4 συναινώ 5 υποστηρίζω 6 συγκατατίθεμαι 7 προσκολλώ 8 συγκολλώ 9 συμφωνώ 10 δέχομαι 11 αποδέχομαι 12 κολλώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |