Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaddùrre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [adˈdurre] 1 παραθέτω 2 κάνω τιμητική αναφορά 3 φέρνω σαν παράδειγμα 4 προτείνω 5 φέρνω μαζί 6 προσκομίζω 7 προσάγω 8 ισχυρίζομαι 9 συνιστώ 10 εισάγω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |