Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaddolcìre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [addolˈʧire] 1 κατευνάζω 2 καταπραΰνω 3 καθησυχάζω 4 πραΰνω 5 μαλακώνω 6 μετριάζω 7 κάνω λιγότερο οδυνηρό 8 καλοπιάνω 9 γλυκαίνω 10 απαλύνω 11 ανακουφίζω 12 κάνω κάτι ελκυστικότερο addolcìrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [addolˈʧirsi] 1 καλοσυνεύω 2 κατευνάζομαι 3 ηρεμώ 4 γλυκαίνομαι 5 απαλαίνω 6 απαλύνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |